- φιλιόκβε
- το, Νάκλ. θεολ. λατινικός θεολογικός όρος που προστέθηκε στο Σύμβολο Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως από τη σύνοδο τού Τολέδο τής Ισπανίας το 589 για να δηλώσει ότι πηγή τής ύπαρξης τού Αγίου Πνεύματος είναι όχι μόνο ο Πατήρ αλλά και ο Υιός, προσθήκη που έγινε τελικά δεκτή από τον παπικό θρόνο τον 11ο αιώνα και προσέδωσε στο Σχίσμα με την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία σοβαρό θεολογικό έρεισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. filioque «και εκ τού υιού» < filio, αφαιρετική του filius «υιός» + σύνδ. que «και»].
Dictionary of Greek. 2013.