φιλιόκβε

φιλιόκβε
το, Ν
άκλ. θεολ. λατινικός θεολογικός όρος που προστέθηκε στο Σύμβολο Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως από τη σύνοδο τού Τολέδο τής Ισπανίας το 589 για να δηλώσει ότι πηγή τής ύπαρξης τού Αγίου Πνεύματος είναι όχι μόνο ο Πατήρ αλλά και ο Υιός, προσθήκη που έγινε τελικά δεκτή από τον παπικό θρόνο τον 11ο αιώνα και προσέδωσε στο Σχίσμα με την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία σοβαρό θεολογικό έρεισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. filioque «και εκ τού υιού» < filio, αφαιρετική του filius «υιός» + σύνδ. que «και»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλιόκβε — το άκλ. (λ. λατ.), όρος που δηλώνει το δόγμα της δυτικής και της προτεσταντικής Eκκλησίας, σύμφωνα με το οποίο το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνο από τον Πατέρα (Θεό), αλλά και από το Γιο (Χριστό) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Φεράρα — (Ferrara). Πόλη της Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (130.200 κάτ.). Είναι κέντρο μιας εύφορης περιοχής με αξιόλογη βιομηχανία ζάχαρης, μεταξιού και οινοπνευματωδών ποτών. Ιδρύθηκε το 452 μ.Χ. και το 774 πέρασε στη κυριαρχία του πάπα. Το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”